Κερατόκωνος

κερατόκωνος

Με τον όρο κερατόκωνος αναφερόμαστε σε μια αμφοτερόπλευρη ασύμμετρη και προοδευτική μη φλεγμονώδη νόσο του κερατοειδούς που προκαλεί λέπτυνση του στρώματος και προβολή αυτού. Η συχνότητα της νόσου ποικίλει στις διάφορες φυλές με συχνότερη εμφάνιση( 4-7 φορές) στον Ασιατικό πλυθυσμό. Πρώτη φορά περιγράφηκε από τον John Nottingham πριν 150 χρόνια ,όμως μόλις τα τελευταία χρόνια έχει γίνει περισσότερο κατανοητή η φύση της νόσου . Παρόλο που η αιτιολογία της δεν είναι ακόμη γνωστή φαίνεται να είναι πολυπαραγοντική.Ως επιβαρυντικοί παράγοντες θεωρούνται η μικρή ηλικία εμφάνισης, η οικογενειακή προδιάθεση, μηχανικά αίτια όπως τρίψιμο των οφθαλμών, σύνδρομο χαλαρού βλεφάρου, ατοπία αλλά και συστηματικά νοσήματα (Marfan, Ehlers-Danlos, leber congenital amaurosis.).

Ο κερατόκωνος εμφανίζεται και στα 2 φύλα με παρόμοια συχνότητα και μικρή επικράτηση των αντρών έναντι των γυναικών. Η ηλικία εμφάνισης των συμπτωμάτων είναι συνήθως στην εφηβεία ή στην νεαρή ενήλικη ζωή. Η κλινική συμπτωματολογία ποικίλει ανάλογα με την βαρύτητα της νόσου και αφορά δυσκολίες στην όραση(αύξηση αστιγματισμού, ανώμαλος αστιγματισμός ,εκτροπές υψηλής τάξης)ή /και μείωση οπτικής οξύτητας. Η διάγνωση τίθεται με την τοπογραφία κερατοειδούς .

Τα σύγχρονα συστήματα απεικόνισης του κερατοειδούς καταγράφουν την πρόσθια αλλά και την οπίσθια επιφάνεια του κερατοειδούς και αποτελούν το gold standard για την διάγνωση και την παρακολούθηση των ασθενών. Κλινικά σημεία όπως για παράδειγμα σημείο Munson, vogt lines ή και ουλοποίηση του στρώματος αφορούν περιπτώσεις προχωρημένης νόσου και επομένως είναι ανεπαρκή τόσο για την πρώιμη διάγνωση όσο και για την παρακολούθηση των κερατοκωνικών ασθενών. Παρόλο που η διάγνωση της νόσου είναι πια σχετικά εύκολη, η ταξινόμησή της παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες και στηρίζεται κυρίως στη εμπειρία του θεράποντα ιατρού.Τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει το ABCD grading system που λαμβάνει υπόψη του, τόσο τοπογραφικά στοιχεία όπως πρόσθια και οπίσθια επιφάνεια του κερατοειδούς, λεπτότερο σημείο της παχυμετρίας , αλλά και κλινικά στοιχεία όπως οπτική οξύτητα και παρουσία ή όχι ουλοποιήσης του στρώματος.

Η διαχείρηση των ασθενών με κερατόκωνο εξαρτάται από την βαρύτητα , την ηλικία καθώς και την ύπαρξη επιβαρυντικών παραγόντων όπως προαναφέρθηκαν. Στα πρώιμα στάδια η χρήση διορθωτικών γυαλιών έχει αρκετά ικανοποιητικά αποτελέσματα. Φακοί επαφής μαλακοί τορικοί καταρχήν, και σκληροί ή , νέας γενιάς, υβριδικοί αργότερα επιτυγχάνουν αρκετά καλή οπτική οξύτητα τις περισσότερες φορές.

Η εισαγωγή της θεραπείας με διασύνδεση κολλαγόνου(CXL) έφερε επανάσταση στον τρόπο αντιμετώπισης των κερατοκωνικών ασθενών. Αποτελεί την μοναδική μέθοδο με την οποία πρακτικά αναστέλεται, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η εξέλιξη της νόσου . Η μέθοδος στηρίζεται στην αλληλεπίδραση της UVA ακτινοβολίας στα 370 nm μήκος κύματος και της τοπικής ριβοφλαβίνης στο στρώμα του κερατοειδούς. Το κύριο αποτέλεσμα της διασύνδεσης κολλαγόνου αφορά στην δημιουργία χημικών δεσμών μεταξύ των ινιδίων κολλαγόνου. Συστήνεται στους ασθενείς όπου υπάρχει αποδεδειγμένη επιδείνωση της νόσου ανεξαρτήτως ηλικίας ή σε αυτούς που βρίσκονται σε υψηλό ρίσκο να συμβεί αυτή( νεαρά ηλικία ,συστηματικά νοσήματα, έντονο τρίξιμο). Απαιτείται ελάχιστο πάχος κερατοειδούς 400μm και απουσία σημαντικής ουλοποιήσης του στρώματος. Διάφορα πρωτόκολλα έχουν χρησιμοποιηθεί τα τελευταία χρόνια με κάποια από αυτά να συνδυάζουν και διαθλαστικές διορθώσεις με σκοπό όχι μόνο την σταθεροποιήση του κερατοειδούς, αλλά και την βελτίωση της οπτικής οξύτητας. Άλλες θεραπευτικές επιλογές σε προχωρημένες περιπτώσεις αφορούν την χρήση ενδοκερατοειδικών δακτυλίων, την διενέργεια κερατοπλαστικών (διαμπερής,lamellar ) ή και της πολύ πρόσφατης μεταμόσχευσης της στιβάδας Bowman σε συνδυασμό ή όχι με θεραπεία CXL. Στην EYE DAY CLINIC ενημερωνόμαστε και εφαρμόζουμε τις πιο σύγχρονες τεχνικές για την αντιμετώπιση του κερατόκωνου.

Ειρήνη Σταθοπούλου – Κολιού 

Χειρουργός Οφθαλμίατρος